Αρνητική πρόταση για την Uber από τον εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

Αρνητική πρόταση για την Uber από τον εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

Αρνητική είναι η άποψη του εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετικά με το νομικό πλαίσιο κάτω από το οποίο θα πρέπει να λειτουργεί η Uber στην Ευρώπη. Ο εισαγγελέας δέχεται ότι η ηλεκτρονική πλατφόρμα είναι μια «καινοτόμος σύλληψη» ωστόσο το επιχειρηματικό της μοντέλο «άπτεται του τομέα των μεταφορών, οπότε η εταιρεία υποχρεούται να κατέχει τις άδεις και τις εγκρίσεις που απαιτούνται από το εθνικό δίκαιο».

Oι προτάσεις του λειτουργού του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έρχονται σε συνέχεια της γνωμοδότησης που είχε ζητήσει δικαστήριο της Βαρκελώνης, ύστερα από την αγωγή Ένωσης Επαγγελματιών Οδηγών Ταξί της πόλης εναντίον της Uber Ισπανίας για την υπηρεσία UberPop. Η συγκεκριμένη υπηρεσία προσφέρει τη δυνατότητα σε ιδιώτες οδηγούς (όχι επαγγελματίες) που έχουν εγγραφεί στην πλατφόρμα της Uber να αναλαμβάνουν με τα δικά τους οχήματα τη μεταφορά των επιβατών-χρηστών της υπηρεσίας.

Με τις σημερινές του προτάσεις, ο γενικός εισαγγελέας Maciej Szpunar επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι πρέπει να εξεταστεί, κατ’ ουσίαν, αν οι παροχές που προσφέρει στους χρήστες η πλατφόρμα Uber καλύπτονται από την αρχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ως «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας» ή αν, αντιθέτως, εμπίπτουν στον τομέα των μεταφορών , ο οποίος ρυθμίζεται από το δίκαιο των κρατών μελών. Κατά την άποψη του γενικού εισαγγελέα, μολονότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει και να κρίνει τα πραγματικά περιστατικά, η επίμαχη υπηρεσία είναι μικτή υπηρεσία, δεδομένου ότι παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα κατά το ένα σκέλος της και κατά το άλλο, εξ ορισμού, όχι. Ο γενικός εισαγγελέας παρατηρεί ότι οι οδηγοί που εκτελούν μεταφορές στο πλαίσιο της πλατφόρμας Uber δεν ασκούν δική τους δραστηριότητα, η οποία θα υπήρχε και ανεξαρτήτως της πλατφόρμας. Τουναντίον, η δραστηριότητά τους υφίσταται αποκλειστικώς και μόνον χάρη στην πλατφόρμα, χωρίς την οποία δεν θα είχε κανένα νόημα. Ταυτόχρονα, σημειώνει ότι η Uber ελέγχει όλες τις σημαντικές, από οικονομικής πλευράς, πτυχές της υπηρεσίας αστικής μεταφοράς που προσφέρεται στο πλαίσιο της πλατφόρμας της (όροι ανάληψης δραστηριότητας και άσκησης από τους οδηγούς, καταβολή χρηματικής αμοιβής, έλεγχος υπηρεσιών, καθορισμός τιμής της υπηρεσίας).

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τον εισαγγελέα, αποκλείουν το ενδεχόμενο να θεωρηθεί η Uber απλός διαμεσολαβητής μεταξύ των οδηγών και των επιβατών. Επιπλέον, στο πλαίσιο της μικτής υπηρεσίας την οποία προσφέρει η πλατφόρμα Uber, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η μεταφορά (άρα το μη ηλεκτρονικό σκέλος της υπηρεσίας) είναι η κύρια παροχή και προσδίδει στη μικτή αυτή υπηρεσία την οικονομική της σημασία.

Ο γενικός εισαγγελέας καταλήγει ότι η υπηρεσία της μεσολάβησης για την επαφή των επιβατών με τους οδηγούς, η οποία παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα, δεν είναι ούτε αυτοτελής ούτε κύρια σε σχέση με την υπηρεσία μεταφοράς. Για τον λόγο αυτόν, η υπηρεσία της Uber δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας». Πρόκειται μάλλον για οργάνωση και διαχείριση ενός πλήρους συστήματος αστικών μεταφορών κατά παραγγελία.

Εξάλλου, η Uber δεν παρέχει υπηρεσία συνεπιβατισμού, δεδομένου ότι, αφενός, ο προορισμός επιλέγεται από τους επιβάτες και, αφετέρου, οι οδηγοί εισπράττουν ως αμοιβή ένα ποσό που υπερβαίνει κατά πολύ την απλή κάλυψη των εξόδων στα οποία υποβάλλονται.

Λαμβανομένου υπόψη ότι η υπηρεσία μεταφοράς συνιστά, από οικονομικής άποψης, το κύριο στοιχείο, ενώ η υπηρεσία της μεσολάβησης για την επαφή των επιβατών με τους οδηγούς, μέσω της εφαρμογής για smartphones, αποτελεί δευτερεύον στοιχείο, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι η υπηρεσία της πλατφόρμας Uber πρέπει να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών».

Συνέπεια της ερμηνείας αυτής είναι ότι η δραστηριότητα της Uber δεν διέπεται από την αρχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών όπως κατοχυρώνεται για τον τομέα των «υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας» και ότι, ως εκ τούτου, υπόκειται στους όρους υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό (εν προκειμένω, υποχρέωση κατοχής των αδειών και εγκρίσεων τις οποίες προβλέπει η σχετική κανονιστική πράξη για την πόλη της Βαρκελώνης).

Τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα σχολίασε εκπρόσωπος της Uber, ο οποίος προχώρησε στην παρακάτω δήλωση. «Λάβαμε υπ’ όψιν μας τη σημερινή δήλωση και αναμένουμε την τελική απόφαση αργότερα μέσα στη χρονιά. Το να θεωρηθεί η Uber εταιρεία μεταφορών δεν θα άλλαζε τη λειτουργία της στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, καθώς ήδη λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, θα υπονόμευε τις απολύτως απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ξεπερασμένων νόμων που εμποδίζουν εκατομμύρια Ευρωπαίων να έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστη μετακίνηση, με το πάτημα ενός κουμπιού».

Επόμενο στάδιο στην συγκεκριμένη υπόθεση είναι πλέον η γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Εφόσον το Δικαστήριο υιοθετήσει τις προτάσεις του εισαγγελέα η υπόθεση παίρνει αρνητική τροπή για την αμερικάνικη εταιρεία και την υπηρεσία της, καθώς το Δικαστήριο της Βαρκελώνης θα πρέπει ακολούθως να πάρει μια απόφαση με βάση το νομικό πλαίσιο που ισχύει στον τομέα των μεταφορών. Κάτι που σίγουρα η Uber θα ήθελε να αποφύγει. Ταυτόχρονα βέβαια θα ανοίξει και τους ασκούς του Αιόλου και για παρόμοιες υποθέσεις σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

UBER,ΤΑΞΙ,ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ-ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ,ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ,

Σχόλια

ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ. ΦΟΡΤΩΝΟΝΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ...

Home